-
1 εἰσελαύνω
εἰσελ-αύνω, [dialect] Ep. [suff] εἰσελ-ελάω: [tense] fut. - ελάσω [pron. full] [ᾰ], [dialect] Att. - ελῶ:—A drive in,ποιμὴν εἰσελάων [τὴν ποίμνην] Od. 10.83
;ἵππους δ' εἰσελάσαντες Il.15.385
;τὴν θήλειαν ὁ ἄρρην εἰ. πρὸς τὰ ᾠά Plu.2.962f
; εἰσελαύνειν τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον to keep him to the point, Aeschin.1.176, cf. 3.206.II as if intr., ἔνθ' οἵ γ' εἰσέλασαν [τὴν νῆα] that way they rowed in, Od.13.113; ἐπεὶ εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν [τὸν ἵππον] when he marched into.., X.An.1.2.26, etc.: c. acc. loci,εἰ. λιμένα A.R.2.672
, cf. 1265 ; enter in triumphal procession, Plu.Marc.8;τεθρίππῳ Id.Publ.9
;εἰς τὰς Ἀθήνας Ael.VH12.58
: c. acc. cogn.,εἰσελαύνειν θρίαμβον Plu.Mar.12
, Cat.Mi.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσελαύνω
См. также в других словарях:
εισελαύνω — εἰσελαύνω (Α) 1. ωθώ, οδηγώ μέσα (ἵππους δ εἰσελάσαντες») 2. εισέρχομαι 3. επιτίθεμαι 4. εισβάλλω 5. εισέρχομαι στην πόλη με θριαμβευτική πομπή … Dictionary of Greek